- ανερώτητος
- η , ο [ος , ον ]1) не спросивший; не попро- сивший разрешения; 2) неспрошенный; у которого не просят разрешения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανερώτητος — ανερώτητος, η, ο και ανερώτηγος, η, ο επίρρ. α αυτός που δε ρώτησε ή δε ρωτήθηκε: Σήμερα ήρθε κι έφυγε ανερώτητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανερώτητος — η, ο 1. αυτός που δεν ρωτήθηκε 2. αυτός που δεν του ζητήθηκε η άδεια ή η έγκριση … Dictionary of Greek